Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναμφίβολα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναμφίβολα
<
αναμφίβολος
Επίρρημα
επεξεργασία
αναμφίβολα
χωρίς
αμφιβολία
Συγγενικά
επεξεργασία
αναμφίβολος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναμφίβολα
αγγλικά
:
undoubtedly
(en)
,
η λέξη σημαίνει εύλογα όμως χρησιμοποιείται συχνά με την έννοια αναμφίβολα
:
arguably
(en)
γαλλικά
:
indubitablement
(fr)
,
incontestablement
(fr)