• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αμφιβολία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιβολία οι αμφιβολίες
      γενική της αμφιβολίας των αμφιβολιών
    αιτιατική την αμφιβολία τις αμφιβολίες
     κλητική αμφιβολία αμφιβολίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αμφιβολία < αρχαία ελληνική ἀμφιβολία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αμφιβολία θηλυκό

  • αβεβαιότητα, δυσπιστία, δισταγμός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αμφιβολία
  • αγγλικά : doubt (en), misgiving (en)
  • γαλλικά : doute (fr)
  • γερμανικά : Zweifel (de)
  • ισπανικά : duda (es)
  • ιταλικά : dubbio (it)
  • ουγγρικά : kétely (hu)
  • πολωνικά : wątpliwość (pl)
  • πορτογαλικά : dúvida (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμφιβολία&oldid=4855885"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Σεπτεμβρίου 2020, στις 07:50

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Σεπτεμβρίου 2020, στις 07:50.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie