Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμφιβολία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αμφιβολί
α
οι
αμφιβολί
ες
γενική
της
αμφιβολί
ας
των
αμφιβολι
ών
αιτιατική
την
αμφιβολί
α
τις
αμφιβολί
ες
κλητική
αμφιβολί
α
αμφιβολί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμφιβολία
<
αρχαία ελληνική
ἀμφιβολία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμφιβολία
θηλυκό
αβεβαιότητα
,
δυσπιστία
,
δισταγμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμφιβολία
αγγλικά
:
doubt
(en)
,
misgiving
(en)
γαλλικά
:
doute
(fr)
γερμανικά
:
Zweifel
(de)
ισπανικά
:
duda
(es)
ιταλικά
:
dubbio
(it)
ουγγρικά
:
kétely
(hu)
πολωνικά
:
wątpliwość
(pl)
πορτογαλικά
:
dúvida
(pt)