Ετυμολογία

επεξεργασία
doubt < μέση αγγλική douten < αγγλονορμανδική douter < παλαιά γαλλική douter < λατινική dubito

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
doubt doubts

doubt (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αμφιβολία
    ⮡  There is no doubt.
    Δεν υπάρχει αμφιβολία.
    ⮡  A doubt sprung up in her mind.
    Μια αμφιβολία γεννήθηκε στο μυαλό της.
ενεστώτας doubt
γ΄ ενικό ενεστώτα doubts
αόριστος doubted
παθητική μετοχή doubted
ενεργητική μετοχή doubting

doubt (en)

  • αμφιβάλλω, αμφισβητώ
    ⮡  I doubt whether he will pay.
    Αμφιβάλλω αν θα πληρώσει.
    ⮡  You doubted him but he is honest and he showed it.
    Αμφιβάλατε για αυτόν αλλά είναι τίμιος και το έδειξε.
    ⮡  I don’t doubt that he will do it.
    Δεν αμφιβάλλω ότι θα το κάνει.
    ⮡  I don’t doubt his good intentions.
    Δεν αμφισβητώ τις καλές του προθέσεις.

Εκφράσεις

επεξεργασία