Δείτε επίσης: ἀμφιβάλλω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιβάλλω (αρχαία σημασία: ρίχνω τριγύρω, σε όλες τις μεριές, αγκαλιάζω) < ἀμφι-+ βάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- + βάλλω.[1][2]

αμφιβάλλω, πρτ.: αμφέβαλλα, στ.μέλλ.: θα αμφιβάλω, αόρ.: αμφέβαλα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αμφιβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.