Δείτε επίσης: αμφιβάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμφιβάλλω < ἀμφι- + βάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμφιβάλλω

  1. βάζω κάτι γύρω από κάποιον
  2. (περί τινος) αμφιβάλλω
  3. για κάτι που είναι αβέβαιο

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία