αναμφίβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμφίβολος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναμφίβολος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + αμφίβολος
Επίθετο
επεξεργασίααναμφίβολος, -η, -ο
- που είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, κάτι που δεν αμφισβητείται
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αμφιβολία και αμφιβάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμφίβολος
|