αγγλονορμανδικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγγλονορμανδικά | ||
γενική | των | αγγλονορμανδικών | ||
αιτιατική | τα | αγγλονορμανδικά | ||
κλητική | αγγλονορμανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγλονορμανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγλονορμανδικός στον πληθυντικό, αγγλικά: Anglo-Norman
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγλονορμανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η ρομανική γλώσσα που μιλιόταν στην Αγγλία από τις άρχουσες τάξεις μετά την κατάκτησή της, το 1066, από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, δούκα της Νορμανδίας
- μορφή αυτής της γλώσσας που χρησιμοποιούσε το αγγλικό δίκαιο μέχρι τον 17ο αιώνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγλονορμανδικά