Αγγλία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγγλία | οι | Αγγλίες |
γενική | της | Αγγλίας | των | (Αγγλιών) |
αιτιατική | την | Αγγλία | τις | Αγγλίες |
κλητική | Αγγλία | Αγγλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Αγγλία < μεσαιωνική ελληνική Ἀγγλία < υστερολατινική Anglia < Angli < Anglus < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Αγγλία θηλυκό
- η μία από τις τέσσερις χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου, που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας με πρωτεύουσα το Λονδίνο, επίσημη γλώσσα την αγγλική και νόμισμα την αγγλική λίρα
- (συνεκδοχικά) το κράτος του Ηνωμένου Βασιλείου
Επεξεργασία
και
- Εγγλέζα
- Εγγλεζάκι
- εγγλέζικα
- εγγλεζόπουλο
- Εγγλέζος
- Ανγκλετέρα (λόγιο) (σπάνιο)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αγγλία