Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγλοφέρνω < αγγλο- + -φέρνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɡloˈfeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γλο‐φέρ‐νω

αγγλοφέρνω, πρτ.: αγγλόφερνα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή) [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)