Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγλοφέρνω < αγγλο- + -φέρνω

αγγλοφέρνω, πρτ.: αγγλόφερνα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή) [1]

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)