-φέρνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -φέρνω < φέρνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfeɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φέρ‐νω
Επίθημα επεξεργασία
-φέρνω
- δεύτερο συνθετικό ρημάτων
- που σημαίνουν πως κάτι μοιάζει ή θυμίζει συμπεριφορά που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό (συνήθως στο ενεστωτικό θέμα, χωρίς παθητική φωνή)
- που σημαίνουν φέρνω με τον τρόπο που ορίζει το πρώτο συνθετικό
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- -φέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- *φέρνω* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- -φέρνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)