Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοφέρνω < μεγαλο- + -φέρνω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

μεγαλοφέρνω

  1. (λαϊκότροπο, σκωπτικό) δείχνω μεγάλος, ίσως μεγαλύτερος από την ηλικία μου (όχι για παιδιά, μόνον για ενηλίκους)
  2. (κατ’ επέκταση) μεγαλοδείχνω
     αντώνυμα: μικροδείχνω

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία