Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροδείχνω < μικρός + δείχνω

  Ρήμα επεξεργασία

μικροδείχνω

  • φαίνομαι πιο νέος από όσο είμαι πραγματικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία