μικρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μικρός < αρχαία ελληνική μικρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μικρός, -ή, -ό
- (ως προς μετρήσιμα χαρακτηριστικά όπως είναι οι διαστάσεις, το βάρος, ο όγκος κλπ) αυτός που μπορεί να περιγραφεί με αριθμούς λίγο πάνω από τη βάση της αριθμητικής κλίμακας
- (μεταφορικά) ασήμαντος
- (ως προς την ηλικία) νεαρός
- (για χρονική διάρκεια) σύντομος
- (στη γραφή) πεζός, όχι κεφαλαίος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- μικροσκοπικός
- τοσοδούλης, τοσοδούλικος
- λιλιπούτειος
- (για διαστάσεις σώματος) μικρόσωμος
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μικρό το κακό: συνηθισμένη έκφραση για μικρής έκτασης ζημιά (υλική ή ψυχική)
- τι μικρός που είναι ο κόσμος: στην περίπτωση που συναντηθούν κάποια άτομα σε ανύποπτο τόπο και χρόνο
- ή μικρός, μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου: ό,τι είναι να κάνεις, καλό είναι να το πράξεις σύντομα
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό: στον κόσμο επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- μικρά
- μικραίνω
- μικράκι
- μικράτα
- μικρουλάκι (υποκοριστικό)
- μικρούλης (υποκοριστικό)
- μικρούλικος (υποκοριστικό)
- μικρούτσικος (υποκοριστικό)
- σμίκρυνση
- μικρο-
- μικρόσωμος
- μικροσκόπιο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μικρός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μικρός αρσενικό
- το μικρότερο από τα πέντε δάχτυλα του χεριού
- συνήθως νεαρής ηλικίας άτομο για βοηθητικές δουλειές σε επιχείρηση
- μικρέ, πιάσε μια μπίρα
αντίχειρας | δείκτης | μέσος | παράμεσος | μικρός |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μικρός