↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρός η μικρή το μικρό
      γενική του μικρού της μικρής του μικρού
    αιτιατική τον μικρό τη μικρή το μικρό
     κλητική μικρέ μικρή μικρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροί οι μικρές τα μικρά
      γενική των μικρών των μικρών των μικρών
    αιτιατική τους μικρούς τις μικρές τα μικρά
     κλητική μικροί μικρές μικρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μικρός

  Επίθετο

επεξεργασία

μικρός, -ή, -ό

  1. (ως προς μετρήσιμα χαρακτηριστικά όπως είναι οι διαστάσεις, το βάρος, ο όγκος κλπ) που μπορεί να περιγραφεί με αριθμούς λίγο πάνω από τη βάση της αριθμητικής κλίμακας
  2. (μεταφορικά) ασήμαντος
  3. (ως προς την ηλικία) νεαρός
  4. (για χρονική διάρκεια) σύντομος
  5. (στη γραφή) πεζός, όχι κεφαλαίος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
μικρός ανθρώπινου χεριού

μικρός αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μικρότερο από τα πέντε δάχτυλα του χεριού
  2. συνήθως νεαρής ηλικίας άτομο για βοηθητικές δουλειές σε επιχείρηση
    ⮡  μικρέ, πιάσε μια μπίρα
αντίχειρας δείκτης μέσος παράμεσος μικρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μικρός μικρᾱ́ τὸ μικρόν
      γενική τοῦ μικροῦ τῆς μικρᾶς τοῦ μικροῦ
      δοτική τῷ μικρ τῇ μικρ τῷ μικρ
    αιτιατική τὸν μικρόν τὴν μικρᾱ́ν τὸ μικρόν
     κλητική ! μικρέ μικρᾱ́ μικρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μικροί αἱ μικραί τὰ μικρᾰ́
      γενική τῶν μικρῶν τῶν μικρῶν τῶν μικρῶν
      δοτική τοῖς μικροῖς ταῖς μικραῖς τοῖς μικροῖς
    αιτιατική τοὺς μικρούς τὰς μικρᾱ́ς τὰ μικρᾰ́
     κλητική ! μικροί μικραί μικρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μικρώ τὼ μικρᾱ́ τὼ μικρώ
      γεν-δοτ τοῖν μικροῖν τοῖν μικραῖν τοῖν μικροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα