μικρούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μικρούλης | η | μικρούλα | το | μικρούλι & μικρούλικο |
γενική | του | μικρούλη | της | μικρούλας | του | — μικρούλικου |
αιτιατική | τον | μικρούλη | τη | μικρούλα | το | μικρούλι & μικρούλικο |
κλητική | μικρούλη | μικρούλα | μικρούλι & μικρούλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μικρούληδες | οι | μικρούλες | τα | μικρούλια & μικρούλικα |
γενική | των | μικρούληδων | — | των | — μικρούλικων | |
αιτιατική | τους | μικρούληδες | τις | μικρούλες | τα | μικρούλια & μικρούλικα |
κλητική | μικρούληδες | μικρούλες | μικρούλια & μικρούλικα | |||
To ουδέτερο σε -ι και από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό, θηλυκό και το ουδέτερο σε -ι, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «μικρούλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικρούλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μικρούλης < μικρ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈkɾu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρού‐λης
Επίθετο
επεξεργασίαμικρούλης, -α, -ι/-ικο
- (υποκοριστικό) σχετικά μικρός
- ※ ⌘ Νίκος Καζαντζάκης (1η έκδ.1961) Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς, Ο Μοριάς, IX. Ο Γέρος του Μοριά. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2011, ανατύπωση.
- όταν, μετά την απελευθέρωση, έπεσαν απάνω στην απλοϊκή μικρούλα Ελλάδα όλοι οι δασκάλοι κι ήθελαν να την ντύσουν αρχαία, να μιλάει αρχαία, να κυβερνιέται αρχαία, ο Κολοκοτρώνης κουνούσε το μυαλωμένο νηφάλιο κεφάλι του με θυμό και περγέλιο
- (χαϊδευτικό) ο μικρός
- ※ ⌘ Νίκος Καζαντζάκης. (1938) Οδύσσεια, 13.874
- και τα μικρούλια ζα αναγλείφουνται στον ήλιο και στεγνώνουν
- ※ ⌘ Νίκος Καζαντζάκης. (1938) Οδύσσεια, 13.874
Συνώνυμα
επεξεργασία- απόμικρος (διαλεκτικό, Αιγαίο)
- μικράκι
- μικρουλάκος
- μικρούλικος
- μικρούτσικος
- τοσοδούλης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μικρός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μικρός
μικρούλης
|
Πηγές
επεξεργασία- μικρός, μικρούλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικρούλης < μικρ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
επεξεργασίαμικρούλης
- (για μέγεθος) υποκοριστικό του μικρός
- (για ηλικία) νεαρός
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α.35 σελ.6 Ερωτόκριτος, Ποίημα ερωτικόν συντεθέν παρα Βικεντίου Κορνάρου Έκδοσις νέα, Εν Βενετία: Εκ της Ελλη. Τυπογρ. του Φοίνικος, 1862
- Μικρούλης ὑπανδρεύθηκε, κ’ ἐσυντροφιάσθη ὁμάδι,
Μὲ τέρι, ποῦ ποτὲ κανεὶς δὲν τοὔβρισκε ψεγάδι. (Ο λόγος, για τον πατέρα της Αρετούσας.))
- Μικρούλης ὑπανδρεύθηκε, κ’ ἐσυντροφιάσθη ὁμάδι,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α.35 σελ.6 Ερωτόκριτος, Ποίημα ερωτικόν συντεθέν παρα Βικεντίου Κορνάρου Έκδοσις νέα, Εν Βενετία: Εκ της Ελλη. Τυπογρ. του Φοίνικος, 1862
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- θηλυκό, και μίκρουλος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μικράκι, μικράκιν (ουδέτερο)
- μικρουλάκι (ουδέτερο)
- μικρούτσικος
- ὁλόμικρος
- πάμμικρος
→ και δείτε τη λέξη μικρός
Πηγές
επεξεργασία- μικρούλης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].