Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμικρός η παραμικρή το παραμικρό
      γενική του παραμικρού της παραμικρής του παραμικρού
    αιτιατική τον παραμικρό την παραμικρή το παραμικρό
     κλητική παραμικρέ παραμικρή παραμικρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμικροί οι παραμικρές τα παραμικρά
      γενική των παραμικρών των παραμικρών των παραμικρών
    αιτιατική τους παραμικρούς τις παραμικρές τα παραμικρά
     κλητική παραμικροί παραμικρές παραμικρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμικρός < παρα- + μικρός

  Επίθετο επεξεργασία

παραμικρός

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία