moindre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moindre | moindres |
θηλυκό | moindree | moindrees |
moindre (fr) αρσενικό ή θηλυκό συγκριτικός βαθμός
- μικρότερος, λιγότερος, πιο αδύνατος, παραμικρός
- (παρωχημένο) κατώτερος
υπερθετικός βαθμός le moindre
- ελάχιστος, ο πιο ασήμαντος
- κανένας, ουδείς, παραμικρός
- (παρωχημένο) κατώτερος