petit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpetit (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- petit < δημώδης λατινική pittittus < από ένα εκφραστικό θέμα pitt-
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | petit | petits |
θηλυκό | petite | petites |
petit (fr)
- μικρός, -άκι, χαμηλός, κοντός
- ⮡ un petit caillou - ένα πετραδάκι
- ⮡ c’est un homme de petite taille - είναι ένας μικρός άντρας
- ⮡ au petit pied: → δείτε τη λέξη pied
- ≈ συνώνυμα: bref, court, exigu, faible, médiocre, minime, minuscule, modeste, réduit
- ≠ αντώνυμα: abondant, ample, colossal, considérable, copieux, étendu, géant, gigantesque, grand, grandiose, gros, immense, important, large, long, nombreux
- νέος, νεαρός, μικρός {στην ηλικία)
- μίζερος, ποταπός
- ⮡ Ah ! Ce que tu dis est vraiment petit ! - Αχ! Αυτό που λες είναι πραγματικά ποταπό!
- ※ M. le prince lui répondit fièrement qu'il était las de rendre compte de ses actions à de petits messieurs comme lui, qui en jugeraient à leur mode.
- → λείπει η μετάφραση
- (Valentin Conrart, Mémoires, 1652, στο Collection des mémoires relatifs à l'histoire de France, tome XLVIII ; Foucault libraire, Paris, 1825, σελ. 73)
- ≈ συνώνυμα: bas, mesquin, piètre
- ≠ αντώνυμα: généreux, grand, grandiose, magnifique, noble
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- dans les petits pots, les meilleurs onguents
- en petit
- par les petits
- petit à petit
- petit à petit, l'oiseau fait son nid
- trop petit
- voir petit
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- arrière-petit-cousin, arrière-petite-cousine
- arrière-petit-enfant, arrière-petits-enfants
- arrière-petit-fils, arrière-petits-fils
- arrière-petit-neveu, arrière-petits-neveux
- arrière-petite-fille, arrière-petites-filles
- arrière-petite-nièce, arrière-petites-nièces
- beau-petit-fils, beaux-petits-fils
- belle-petite-fille, belles-petites-filles
- gagne-petit
- petit-beurre, petits-beurre
- petit-bois, petits-bois
- petit-bourgeois, petit-bourgeoise
- petit-cheval
- petit-cousin, petits-cousins
- petit-déjeuner
- petit-dunkerque
- petit-enfant, petits-enfants
- petit-fer, petits-fers
- petit-fils, petits-fils
- petit-fournier
- petit-grain, petits-grains
- petit-gris, petits-gris
- petit-lait, petits-laits
- petit-maître, petits-maîtres
- petit-nègre
- petit-neveu, petits-neveux
- petit-père, petits-pères
- petit-pied, petits-pieds
- petit-russe
- petit-suisse, petits-suisses
- petit-vieux
- petite-cousine, petites-cousines
- petite-fille, petites-filles
- petite-main, petites-mains
- petite-maîtresse, petites-maîtresses
- petite-nièce, petites-nièces
- petite-oie
- petites-maisons
- petits-pois
- tout-petit, tout-petits
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | petit | petits |
θηλυκό | petite | petites |
petit (fr)
- το παιδί
- ⮡ viens ici, mon petit - έλα εδώ, παιδί μου
- ⮡ alors ma petite, ça va ?
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
petit | petits |
petit (fr) αρσενικό
- ο νεοσσός (το μικρό ενός ζώου)
- ⮡ cet animal vient d’avoir des petits - αυτό το ζώο μόλις έκανε μικρά
- κάτι πρόσθετο, παραπάνω, ακόμα
- ⮡ mets-nous en un petit ! - βάλε μας ακόμα ένα (εννοείται ένα ποτήρι κρασί)
- ≈ συνώνυμα: quelque chose en plus, autre
- (οικείο) ένα ατού στο παιχνίδι ταρό
- ⮡ je me suis fait prendre le petit au bout (à la dernière levée).
Επίρρημα
επεξεργασίαpetit (fr)
- (παρωχημένο) λίγο
- ⮡ Qu’avez-vous ? Vous grondez, ce me semble, un petit ? — (Molière)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαpetit (la)
- τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος petere (προσπαθώ, πηγαίνω, συναντώ).
- το σήμα του πανεπιστημίου του Aarhus είναι Solidum petit in profundis, « ψάχνει ένα θεμέλιο στα βάθη ».
- το σήμα της πολιτείας της Μασσαχουσέτης είναι Ense petit placidam sub libertate quietem, « με τα όπλα ψάχνει την ειρήνη μέσα στην ελευθερία ».
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαpetit (fi)
- δεύτερο ενικό πρόσωπο του αορίστου της οριστικής του ρήματος pettää