bref
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bref | brefs |
θηλυκό | brève | brèves |
bref (fr)
Επίρρημα
επεξεργασίαbref (fr)
- εν συντομία, με λίγα λόγια
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bref | brefs |
θηλυκό | brève | brèves |
bref (fr)
bref (fr)