πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντομία οι συντομίες
      γενική της συντομίας των συντομιών
    αιτιατική τη συντομία τις συντομίες
     κλητική συντομία συντομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντομία θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντομί αἱ συντομίαι
      γενική τῆς συντομίᾱς τῶν συντομιῶν
      δοτική τῇ συντομί ταῖς συντομίαις
    αιτιατική τὴν συντομίᾱν τὰς συντομίᾱς
     κλητική ! συντομί συντομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντομί
γεν-δοτ τοῖν  συντομίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

συντομία < σύντομ(ος) + -ία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντομία θηλυκό

  1. βραχυλογία, σύντομος λόγος
  2. (ελληνιστική κοινή, για μουσική) απλότητα