Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν συντομία < (καθαρεύουσα ) ἐν συντομίᾳ (δοτική ενικού του συντομία) → δείτε τις λέξεις εν και συντομία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν συντομία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία