εν περιλήψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν περιλήψει < (καθαρεύουσα ) ἐν, περιλήψει (δοτική ενικού του περίληψις) → δείτε τις λέξεις εν και περίληψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν περιλήψει
- (λόγιο) με περίληψη, περιληπτικά, σύντομα
- ↪ το όλο θέμα εν περιλήψει έχει ως ακολούθως
- ↪ εν περιλήψει είναι όλες οι σηματικές αναφορές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εν περιλήψει
|