Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίληψῐς αἱ περιλήψεις
      γενική τῆς περιλήψεως τῶν περιλήψεων
      δοτική τῇ περιλήψει ταῖς περιλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίληψῐν τὰς περιλήψεις
     κλητική ! περίληψῐ περιλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιλήψει
γεν-δοτ τοῖν  περιληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίληψις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίληψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία