Ετυμολογία

επεξεργασία
εν ολίγοις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν ὀλίγοις < μεσαιωνική ελληνική ἐν ὀλίγοις < ελληνιστική κοινή ἐν ὀλίγοις < αρχαία ελληνική ἐν ὀλίγοις < ἐν + ὀλίγοις (δοτική πληθυντικού του ὀλίγος)

  Επίρρημα

επεξεργασία

εν ολίγοις

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία