Δείτε επίσης: ἐν ὀλίγοις

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εν ολίγοις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν ὀλίγοις(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < ἐν & ὀλίγοις, δοτική πληθυντικού του ὀλίγος. Διαφορετικό το αρχαίο ἐν ὀλίγοις (ένας ανάμεσα σε λίγους).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en‿oˈliʝis/

  Έκφραση

επεξεργασία

εν ολίγοις (επιρρηματική έκφραση)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία