ἐν ὀλίγοις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐν ὀλίγοις: → δείτε εν ολίγοις
Έκφραση
επεξεργασίαἐν ὀλίγοις
- (καθαρεύουσα) → δείτε εν ολίγοις
- ※ Δὲν θὰ συνοψίσω ἐνταῦθα πάντα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τοὺς σοφοὺς συλλογισμοὺς τοῦ σοφοῦ τοῦ αἰῶνος, ἀλλὰ θὰ διατυπώσω ἐν ὀλίγοις τὰ συμπεράσματα τῆς μακρᾶς καὶ ἐκτενοῦς συζητήσεως τῆς περιεχομένης ἐν τῷ Ε′ βιβλίῳ τοῦ προμνησθέντος συγγράμματος.
- ≈ συνώνυμα: δι᾿ ὀλίγων
- ≠ αντώνυμα: ἐν πολλοῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐν ὀλίγοις < ἐν & ὀλίγοις, δοτική πληθυντικού του ὀλίγος. Διαφορετικό το νεοελληνικό εν ολίγοις (με λίγα (λόγια)).
Έκφραση
επεξεργασίαἐν ὀλίγοις
- όπως ένας/μία/ένα ανάμεσα σε λίγους, εξαιρετικά, αξιοπρόσεκτα
Πηγές
επεξεργασία- ὀλίγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀλίγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.