ὀλίγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ὀλῐγο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ὀλίγος | ἡ | ὀλίγη | τὸ | ὀλίγον | |
γενική | τοῦ | ὀλίγου | τῆς | ὀλίγης | τοῦ | ὀλίγου | |
δοτική | τῷ | ὀλίγῳ | τῇ | ὀλίγῃ | τῷ | ὀλίγῳ | |
αιτιατική | τὸν | ὀλίγον | τὴν | ὀλίγην | τὸ | ὀλίγον | |
κλητική ὦ! | ὀλίγε | ὀλίγη | ὀλίγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ὀλίγοι | αἱ | ὀλίγαι | τὰ | ὀλίγᾰ | |
γενική | τῶν | ὀλίγων | τῶν | ὀλίγων | τῶν | ὀλίγων | |
δοτική | τοῖς | ὀλίγοις | ταῖς | ὀλίγαις | τοῖς | ὀλίγοις | |
αιτιατική | τοὺς | ὀλίγους | τὰς | ὀλίγᾱς | τὰ | ὀλίγᾰ | |
κλητική ὦ! | ὀλίγοι | ὀλίγαι | ὀλίγᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλίγω | τὼ | ὀλίγᾱ | τὼ | ὀλίγω | |
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλίγοιν | τοῖν | ὀλίγαιν | τοῖν | ὀλίγοιν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀλίγος, ήδη ομηρικό < αν συγγενεύει με το ουσιαστικό λοιγός (απώλεια, θάνατος, καταστροφή), τότε, ὀ- (πρόθημα) + θέμα λιγ- + -ος.[1] Κατά τον Beekes,[2] δε σχετίζεται με το λοιγός και θεωρεί την ετυμολόγηση αβέβαιη συζητώντας διάφορες πιθανές εκδοχές.
Επίθετο
επεξεργασίαὀλίγος, -η, ον [ῐ]
- λίγος, ολίγος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 58 (57-59)
- […] πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε· δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε
γίγνεται ἡμετέρη· [μιλάει ο Εύμαιος στον Οδυσσέα]- Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
έτσι που το δικό μας χάρισμα, έστω και λίγο, γίνεται με αγάπη. - Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
- […] πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
- ※ ΕΜ.621, 40 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- ὀλίγον, παρὰ τὸ ὅλον κατὰ ἀντίφρασιν, τὸ μὴ ὂν σῶον· καὶ ὀλίγος, ὁ μικρός, παρὰ τὸ ὅλος, ὃ σημαίνει τὸν ὁλόκληρον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 58 (57-59)
Σημειώσεις
επεξεργασία- συγκριτικός βαθμός: μείων, ἥσσων, ἐλάσσων, ὀλιγώτερος
- υπερθετικός βαθμός: ὀλίγιστος, ὀλιγώτατος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ολίγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ὀλίγος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὀλίγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀλίγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.