ὀλίγα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαὀλίγᾰ
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ὀλίγος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του ὀλίγος
Δείτε επίσης : ολίγα |
ὀλίγᾰ