Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐλάσσων τὸ ἔλασσον
      γενική τοῦ/τῆς ἐλάσσονος τοῦ ἐλάσσονος
      δοτική τῷ/τῇ ἐλάσσον τῷ ἐλάσσον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐλάσσον - ἐλάσσω τὸ ἔλασσον
     κλητική ! ἔλασσον ἔλασσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐλάσσονες - ἐλάσσους τὰ ἐλάσσον - ἐλάσσω
      γενική τῶν ἐλασσόνων τῶν ἐλασσόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐλάσσoσῐ(ν) τοῖς ἐλάσσoσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐλάσσονᾰς - ἐλάσσους τὰ ἐλάσσον - ἐλάσσω
     κλητική ! ἐλάσσονες - ἐλάσσους ἐλάσσον - ἐλάσσω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλάσσονε τὼ ἐλάσσονε
      γεν-δοτ τοῖν ἐλασσόνοιν τοῖν ἐλασσόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βελτίων' όπως «βελτίων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλάσσων < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἐλάσσων, -ων, ἔλασσον

Άλλες μορφές επεξεργασία