Ετυμολογία

επεξεργασία
λοιγός, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία
Συγγενές: λιθουανική ligà (ασθένεια) [1]

  Επίθετο

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λοιγός τὸ λοιγόν
      γενική τοῦ/τῆς λοιγοῦ τοῦ λοιγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ λοιγ τῷ λοιγ
    αιτιατική τὸν/τὴν λοιγόν τὸ λοιγόν
     κλητική ! λοιγέ λοιγόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λοιγοί τὰ λοιγᾰ́
      γενική τῶν λοιγῶν τῶν λοιγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λοιγοῖς τοῖς λοιγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς λοιγούς τὰ λοιγᾰ́
     κλητική ! λοιγοί λοιγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λοιγώ τὼ λοιγώ
      γεν-δοτ τοῖν λοιγοῖν τοῖν λοιγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λοιγός. -ός, -όν

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοιγός οἱ λοιγοί
      γενική τοῦ λοιγοῦ τῶν λοιγῶν
      δοτική τῷ λοιγ τοῖς λοιγοῖς
    αιτιατική τὸν λοιγόν τοὺς λοιγούς
     κλητική ! λοιγέ λοιγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λοιγώ
γεν-δοτ τοῖν  λοιγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λοιγός αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.