λίγος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λίγος < μεσαιωνική ελληνική λίγος < αρχαία ελληνική ὀλίγος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λίγος, -η, -ο
- στον ενικό αριθμό χρησιμοποιείται με μη αριθμητά ουσιαστικά για να δηλώσει μικρή, περιορισμένη ποσότητα.
- Θα ήθελα λίγη ζάχαρη, παρακαλώ.
- στον πληθυντικό χρησιμοποιείται κυρίως με αριθμητά ουσιαστικά για να δηλώσει μικρό, περιορισμένο πλήθος. Χρησιμοποιείται επίσης και αντωνυμικά.
- μέχρι πρόσφατα πολύ λίγοι Έλληνες είχαν σύνδεση με το διαδίκτυο.
- πολύ λίγοι τόλμησαν αν ανέβουν στην κορυφή του βράχου.
- (αλλά και) λίγες ελπίδες του απέμειναν.
- (ουσιαστικοποιημένο) οι εκλεκτοί, οι προνομιούχοι, η ελίτ (συνηθέστερα : οι ολίγοι)
- σ' αυτή τη χώρα μόνο οι λίγοι ευημερούν, ενώ οι πολλοί δυστυχούν.
- (μεταφ.) Άνθρωπος περιορισμένων ικανοτήτων, ανεπαρκής.
- ήταν πολύ λίγος για να αντιμετωπίσει τέτοια πρόκληση με επιτυχία.