few
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
few (en)
- λίγοι, λίγες, λίγα, όχι πολλοί
- I have only few books; I'd like to have more but I can't afford it
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Συντάσσεται με αριθμητά ονόματα σε πληθυντικό αριθμό. Με μη αριθμητά ουσιαστικά χρησιμοποιείται το little. Δείτε επίσης τη διαφορά σημασίας με το a few.