Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Αντωνυμία επεξεργασία

few (en)

  • οι λίγοι
    Is it right that many are starving while the few have plenty?
    Είναι σωστό οι πολλοί να πεινάνε και οι λίγοι να τα έχουν όλα;
     αντώνυμα: many

  Προσδιοριστής επεξεργασία

few (en)

  1. (συνήθως με a) λίγος, μερικός, ένας μικρός αριθμός αλλά ακόμα μερικά
    I have a few friends that will help me.
    Έχω λίγους φίλους που θα με βοηθήσουν.
    I want to disappear for a few days.
    Θέλω να εξαφανιστώ για μερικές μέρες.
     συνώνυμα: some
  2. λίγος, όχι πολλά
    Few people in Greece know Chinese.
    Λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα ξέρουν Κινεζίκα.
     αντώνυμα: many

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Συντάσσεται με αριθμητά ονόματα σε πληθυντικό αριθμό. Με μη αριθμητά ουσιαστικά χρησιμοποιείται το little. Δείτε επίσης τη διαφορά σημασίας με το a few.
  • Το Oxford Dictionary θεωρεί few ως προσδιοριστής και ως επίθετο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία