Δείτε επίσης: ἐλάχιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελάχιστος η ελάχιστη
ελαχίστη
το ελάχιστο
      γενική του ελάχιστου
ελαχίστου
της ελάχιστης
ελαχίστης
του ελάχιστου
ελαχίστου
    αιτιατική τον ελάχιστο την ελάχιστη
ελαχίστη
το ελάχιστο
     κλητική ελάχιστε ελάχιστη
ελαχίστη
ελάχιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελάχιστοι οι ελάχιστες τα ελάχιστα
      γενική των ελάχιστων
ελαχίστων
των ελάχιστων
ελαχίστων
των ελάχιστων
ελαχίστων
    αιτιατική τους ελάχιστους
ελαχίστους
τις ελάχιστες τα ελάχιστα
     κλητική ελάχιστοι ελάχιστες ελάχιστα
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελάχιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλάχιστος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική minime [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈla.çi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λά‐χι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ελάχιστος, -η/'-η, -ο αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου

  1. υπερθετικός βαθμός του μικρός
    Πρόσθεσα στη σάλτσα μια ελάχιστη ποσότητα ζάχαρης.
  2. υπερθετικός βαθμός του λίγος, ολίγος
    Η σάλτσα χρειαζόταν και ελάχιστη ζάχαρη.
    Ήταν ελάχιστοι αυτοί που έφτασαν στην κορυφή.

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία