ελάχιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελάχιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλάχιστος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική minime [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈla.çi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λά‐χι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ελάχιστος, -η/'-η, -ο αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου
- υπερθετικός βαθμός του μικρός
- ↪ Πρόσθεσα στη σάλτσα μια ελάχιστη ποσότητα ζάχαρης.
- υπερθετικός βαθμός του λίγος, ολίγος
- ↪ Η σάλτσα χρειαζόταν και ελάχιστη ζάχαρη.
- ↪ Ήταν ελάχιστοι αυτοί που έφτασαν στην κορυφή.
Αντώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ελάχιστα (επίρρημα)
- ελάχιστο
- ελαχιστοποίηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελάχιστος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ελάχιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας