Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαχιστοποίηση οι ελαχιστοποιήσεις
      γενική της ελαχιστοποίησης* των ελαχιστοποιήσεων
    αιτιατική την ελαχιστοποίηση τις ελαχιστοποιήσεις
     κλητική ελαχιστοποίηση ελαχιστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελαχιστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαχιστοποίηση < ελάχιστος + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαχιστοποίηση θηλυκό

  1. η πράξη της μείωσης στο ελάχιστο
    Σενάριο για τη διερεύνηση ενός προβλήματος ελαχιστοποίησης του χρόνου μεταφοράς ενός προϊόντος σε γραμμή παραγωγής [1]
    Ημερίδα για πρόληψη & ελαχιστοποίηση κινδύνων από τεχνολογικά ατυχήματα [2]

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία