ελαχιστοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαελαχιστοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαχιστοποιώ
- θα ελαχιστοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαχιστοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαελαχιστοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελαχιστοποίηση