ελαχιστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαχιστοποιώ < αναδρομικός σχηματισμός από ελαχιστο(ποίησις) + -ποιώ, απόδοση για τη γαλλική minimiser [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.la.çi.sto.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λα‐σι‐στο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαελαχιστοποιώ, αόρ.: ελαχιστοποίησα, παθ.φωνή: ελαχιστοποιούμαι, π.αόρ.: ελαχιστοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ελαχιστοποιημένος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαχιστοποιώ | ελαχιστοποιούσα | θα ελαχιστοποιώ | να ελαχιστοποιώ | ελαχιστοποιώντας | |
β' ενικ. | ελαχιστοποιείς | ελαχιστοποιούσες | θα ελαχιστοποιείς | να ελαχιστοποιείς | (ελαχιστοποίει) | |
γ' ενικ. | ελαχιστοποιεί | ελαχιστοποιούσε | θα ελαχιστοποιεί | να ελαχιστοποιεί | ||
α' πληθ. | ελαχιστοποιούμε | ελαχιστοποιούσαμε | θα ελαχιστοποιούμε | να ελαχιστοποιούμε | ||
β' πληθ. | ελαχιστοποιείτε | ελαχιστοποιούσατε | θα ελαχιστοποιείτε | να ελαχιστοποιείτε | ελαχιστοποιείτε | |
γ' πληθ. | ελαχιστοποιούν(ε) | ελαχιστοποιούσαν(ε) | θα ελαχιστοποιούν(ε) | να ελαχιστοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελαχιστοποίησα | θα ελαχιστοποιήσω | να ελαχιστοποιήσω | ελαχιστοποιήσει | ||
β' ενικ. | ελαχιστοποίησες | θα ελαχιστοποιήσεις | να ελαχιστοποιήσεις | ελαχιστοποίησε | ||
γ' ενικ. | ελαχιστοποίησε | θα ελαχιστοποιήσει | να ελαχιστοποιήσει | |||
α' πληθ. | ελαχιστοποιήσαμε | θα ελαχιστοποιήσουμε | να ελαχιστοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ελαχιστοποιήσατε | θα ελαχιστοποιήσετε | να ελαχιστοποιήσετε | ελαχιστοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ελαχιστοποίησαν ελαχιστοποιήσαν(ε) |
θα ελαχιστοποιήσουν(ε) | να ελαχιστοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαχιστοποιήσει | είχα ελαχιστοποιήσει | θα έχω ελαχιστοποιήσει | να έχω ελαχιστοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαχιστοποιήσει | είχες ελαχιστοποιήσει | θα έχεις ελαχιστοποιήσει | να έχεις ελαχιστοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαχιστοποιήσει | είχε ελαχιστοποιήσει | θα έχει ελαχιστοποιήσει | να έχει ελαχιστοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαχιστοποιήσει | είχαμε ελαχιστοποιήσει | θα έχουμε ελαχιστοποιήσει | να έχουμε ελαχιστοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαχιστοποιήσει | είχατε ελαχιστοποιήσει | θα έχετε ελαχιστοποιήσει | να έχετε ελαχιστοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαχιστοποιήσει | είχαν ελαχιστοποιήσει | θα έχουν ελαχιστοποιήσει | να έχουν ελαχιστοποιήσει |
|
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαχιστοποιώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελαχιστοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας