Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελαχιστοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελαχιστοποιημέν
ος
η
ελαχιστοποιημέν
η
το
ελαχιστοποιημέν
ο
γενική
του
ελαχιστοποιημέν
ου
της
ελαχιστοποιημέν
ης
του
ελαχιστοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
ελαχιστοποιημέν
ο
την
ελαχιστοποιημέν
η
το
ελαχιστοποιημέν
ο
κλητική
ελαχιστοποιημέν
ε
ελαχιστοποιημέν
η
ελαχιστοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελαχιστοποιημέν
οι
οι
ελαχιστοποιημέν
ες
τα
ελαχιστοποιημέν
α
γενική
των
ελαχιστοποιημέν
ων
των
ελαχιστοποιημέν
ων
των
ελαχιστοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
ελαχιστοποιημέν
ους
τις
ελαχιστοποιημέν
ες
τα
ελαχιστοποιημέν
α
κλητική
ελαχιστοποιημέν
οι
ελαχιστοποιημέν
ες
ελαχιστοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελαχιστοποιημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ελαχιστοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
ελαχιστοποιημένος -η -ο
→
δείτε
τη λέξη
ελαχιστοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελαχιστοποιημένος
γαλλικά
:
minimisé
(fr)