μεγιστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγιστοποιώ < μέγιστ(ος) + -ο- + -ποιώ, απόδοση για τη γαλλική maximiser[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ʝi.sto.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γι‐στο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαμεγιστοποιώ, αόρ.: μεγιστοποίησα, παθ.φωνή: μεγιστοποιούμαι, π.αόρ.: μεγιστοποιήθηκα, μτχ.π.π.: μεγιστοποιημένος
- μεγαλώνω κάτι σε πολύ υψηλό βαθμό
- ⮡ Μεγιστοποιώ τα κέρδη ελαχιστοποιώντας το κόστος παραγωγής.
- ⮡ Μεγιστοποίησε την απόδοσή του χάρη στη σκληρή προπόνηση.
- υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω
- ⮡ Το όλο θέμα μεγιστοποιήθηκε χωρίς λόγο.
- ⮡ Μεγιστοποίησε τα αποτελέσματα των εκλογών σε ό,τι αφορούσε στο...
- (μαθηματικά) βρίσκω τη μέγιστη τιμή ενός μεγέθους, γωνίας, συνάρτησης κ.λπ.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μέγιστος και μέγας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεγιστοποιώ | μεγιστοποιούσα | θα μεγιστοποιώ | να μεγιστοποιώ | μεγιστοποιώντας | |
β' ενικ. | μεγιστοποιείς | μεγιστοποιούσες | θα μεγιστοποιείς | να μεγιστοποιείς | (μεγιστοποίει) | |
γ' ενικ. | μεγιστοποιεί | μεγιστοποιούσε | θα μεγιστοποιεί | να μεγιστοποιεί | ||
α' πληθ. | μεγιστοποιούμε | μεγιστοποιούσαμε | θα μεγιστοποιούμε | να μεγιστοποιούμε | ||
β' πληθ. | μεγιστοποιείτε | μεγιστοποιούσατε | θα μεγιστοποιείτε | να μεγιστοποιείτε | μεγιστοποιείτε | |
γ' πληθ. | μεγιστοποιούν(ε) | μεγιστοποιούσαν(ε) | θα μεγιστοποιούν(ε) | να μεγιστοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεγιστοποίησα | θα μεγιστοποιήσω | να μεγιστοποιήσω | μεγιστοποιήσει | ||
β' ενικ. | μεγιστοποίησες | θα μεγιστοποιήσεις | να μεγιστοποιήσεις | μεγιστοποίησε | ||
γ' ενικ. | μεγιστοποίησε | θα μεγιστοποιήσει | να μεγιστοποιήσει | |||
α' πληθ. | μεγιστοποιήσαμε | θα μεγιστοποιήσουμε | να μεγιστοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μεγιστοποιήσατε | θα μεγιστοποιήσετε | να μεγιστοποιήσετε | μεγιστοποιήστε | ||
γ' πληθ. | μεγιστοποίησαν μεγιστοποιήσαν(ε) |
θα μεγιστοποιήσουν(ε) | να μεγιστοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεγιστοποιήσει | είχα μεγιστοποιήσει | θα έχω μεγιστοποιήσει | να έχω μεγιστοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεγιστοποιήσει | είχες μεγιστοποιήσει | θα έχεις μεγιστοποιήσει | να έχεις μεγιστοποιήσει | έχε μεγιστοποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει μεγιστοποιήσει | είχε μεγιστοποιήσει | θα έχει μεγιστοποιήσει | να έχει μεγιστοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεγιστοποιήσει | είχαμε μεγιστοποιήσει | θα έχουμε μεγιστοποιήσει | να έχουμε μεγιστοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεγιστοποιήσει | είχατε μεγιστοποιήσει | θα έχετε μεγιστοποιήσει | να έχετε μεγιστοποιήσει | έχετε μεγιστοποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεγιστοποιήσει | είχαν μεγιστοποιήσει | θα έχουν μεγιστοποιήσει | να έχουν μεγιστοποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεγιστοποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεγιστοποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεγιστοποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεγιστοποιημένο |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μεγιστοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- μεγιστοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)