Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγιστοποιώ < μέγιστ(ος) + -ο- + -ποιώ, απόδοση για τη γαλλική maximiser[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ʝi.sto.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γι‐στο‐ποι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

μεγιστοποιώ, αόρ.: μεγιστοποίησα, παθ.φωνή: μεγιστοποιούμαι, π.αόρ.: μεγιστοποιήθηκα, μτχ.π.π.: μεγιστοποιημένος

  1. μεγαλώνω κάτι σε πολύ υψηλό βαθμό
    Μεγιστοποιώ τα κέρδη ελαχιστοποιώντας το κόστος παραγωγής.
    Μεγιστοποίησε την απόδοσή του χάρη στη σκληρή προπόνηση.
  2. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω
    Το όλο θέμα μεγιστοποιήθηκε χωρίς λόγο.
    Μεγιστοποίησε τα αποτελέσματα των εκλογών σε ό,τι αφορούσε στο...
  3. (μαθηματικά) βρίσκω τη μέγιστη τιμή ενός μεγέθους, γωνίας, συνάρτησης κ.λπ.

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μέγιστος και μέγας

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • μεγιστοποιώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)