minimisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.ni.mi.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
minimisation | minimisations |
minimisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
minimisation | minimisations |
minimisation (fr) θηλυκό