Ετυμολογία

επεξεργασία
minimus < minor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mey(h₁)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

minimus (la)

non multum ή paulum
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική minimus minima minimum minimī minimae minima
γενική minimī minimae minimī minimōrum minimārum minimōrum
δοτική minimō minimae minimō minimīs minimīs minimīs
αιτιατική minimum minimam minimum minimōs minimās minima
κλητική minime minima minimum minimī minimae minima
αφαιρετική minimō minimā minimō minimīs minimīs minimīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)