minimal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | minimal |
συγκριτικός | more minimal |
υπερθετικός | most minimal |
Επίθετο
επεξεργασίαminimal (en)
- λιγοστός, ελάχιστος, πάρα πολύ λίγος
- (μαθηματικά) ελαχιστικός
Σημειώσεις
επεξεργασία- Στη μαθηματική ορολογία το επίθετο minimal είναι γενικότερο του επιθέτου minimum. Π.χ. εάν μία μερική διάταξη έχει πολλά ελάχιστα στοιχεία, τότε χαρακτηρίζονται όλα σαν minimal. Εάν υπάρχει μόνο ένα ελάχιστο στοιχείο τότε το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζεται σαν minimum. Για να διαχωρίσουν τις έννοιες μερικοί μαθηματικοί μεταφράζουν το minimal σαν ελαχιστικός και το minimum σαν ελάχιστος.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | minimal | minimaux |
θηλυκό | minimale | minimales |
Επίθετο
επεξεργασίαminimal (fr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- art minimal → δείτε τη λέξη minimalisme