παραθετικά
θετικός scarce
συγκριτικός scarcer
υπερθετικός scarcest

  Επίθετο

επεξεργασία

scarce (en)

  • αραιός, λιγοστός
    ⮡  At high altitudes, oxygen is scare.
    Σε μεγάλα ύψη το οξυγόνο είναι αραιό.
    ⮡  There was scare attendance at the meeting.
    Είχε λιγοστή συμμετοχή κόσμου στη συγκέντρωση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη minimal