slight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | slight |
συγκριτικός | slighter |
υπερθετικός | slightest |
slight (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | slight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slights |
αόριστος | slighted |
παθητική μετοχή | slighted |
ενεργητική μετοχή | slighting |
slight (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)
Πηγές
επεξεργασία- slight (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- slight (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- slight (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 554. ISBN 9780194325684., λήμμα: μικρός