Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός slight
συγκριτικός slighter
υπερθετικός slightest

slight (en)

  • μικρός
    ⮡  a slight chance - μια μικρή πιθανότητα
    ⮡  There’s a slight slope on the roof.
    Έχει μια μικρή κλίση της στέγης.
    ⮡  He arrogantly refused to make the slightest effort.
    Αρνήθηκε υπεροπτικά να καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια.
    ⮡  He accepted without the slightest hesitation.
    Δέχτηκε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη small
ενεστώτας slight
γ΄ ενικό ενεστώτα slights
αόριστος slighted
παθητική μετοχή slighted
ενεργητική μετοχή slighting

slight (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)