Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insult insults

insult (en)

  • η βρισιά, η προσβολή, η ύβρις, αγενής λόγος
    ⮡  I consider what you said to be an insult.
    Αυτό που είπες το θεωρώ βρισιά.
    ⮡  I don’t tolerate insults.
    Δεν ανέχομαι τις προσβολές.
    ⮡  That was an insult to my intelligence.
    Αυτό ήταν προσβολή της νοημοσύνης μου.
    ⮡  He tried to intimidate us with insults and threats.
    Προσπάθησε να μας εκφοβίσει με ύβρεις και απειλές.
ενεστώτας insult
γ΄ ενικό ενεστώτα insults
αόριστος insulted
παθητική μετοχή insulted
ενεργητική μετοχή insulting

insult (en)