insult
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
insult | insults |
insult (en)
- η βρισιά, η προσβολή, η ύβρις, αγενής λόγος
- ⮡ I consider what you said to be an insult.
- Αυτό που είπες το θεωρώ βρισιά.
- ⮡ I don’t tolerate insults.
- Δεν ανέχομαι τις προσβολές.
- ⮡ That was an insult to my intelligence.
- Αυτό ήταν προσβολή της νοημοσύνης μου.
- ⮡ He tried to intimidate us with insults and threats.
- Προσπάθησε να μας εκφοβίσει με ύβρεις και απειλές.
- ⮡ I consider what you said to be an insult.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | insult |
γ΄ ενικό ενεστώτα | insults |
αόριστος | insulted |
παθητική μετοχή | insulted |
ενεργητική μετοχή | insulting |
insult (en)
- προσβάλλω, βρίζω
- ⮡ He insulted me in front of everyone.
- Με πρόσβαλε μπροστά σε όλους.
- ⮡ When he insulted me, I responded with a kick.
- Όταν μ' έβρισε, αντέδρασα με μια κλωτσιά.
- ≈ συνώνυμα: call names, offend και slight
- ⮡ He insulted me in front of everyone.