βρισιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρισιά | οι | βρισιές |
γενική | της | βρισιάς | των | βρισιών |
αιτιατική | τη | βρισιά | τις | βρισιές |
κλητική | βρισιά | βρισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρισιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὑβρισία με αποβολή του αρχικού φωνήεντος και συνίζηση[1] < αρχαία ελληνική ὑβρίζω < ὕβρις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾiˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρι‐σιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρισιά θηλυκό
- η προσβλητική λέξη ή η φράση εναντίον κάποιου
- (σπανιότερα) η απρεπής λέξη ή η φράση εναντίον κάποιου
- η βλαστήμια
- (μεταφορικά κατ’ επέκταση) η κατηγορία που δεν αποδέχεται κάποιος και την θεωρεί βαριά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βρισιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας