Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swear swears

swear (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας swear
γ΄ ενικό ενεστώτα swears
αόριστος swore
παθητική μετοχή sworn
ενεργητική μετοχή swearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

swear (en)

  1. ορκίζομαι
  2. βρίζω, βλαστημώ