swear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
swear | swears |
swear (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | swear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swears |
αόριστος | swore |
παθητική μετοχή | sworn |
ενεργητική μετοχή | swearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
swear (en)