Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορκίζομαι
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικές λέξεις
1.3.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ορκίζομαι
< παθητική φωνή του
ορκίζω
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɔɾˈci.zɔ.mɛ
/
συλλαβισμός
:
ορ‐κί‐ζο‐μαι
Ρήμα
Επεξεργασία
ορκίζομαι
δίνω
όρκο
για το ότι αυτό που λέω είναι
αληθινό
ή ότι θα
τηρήσω
κάτι που
υπόσχομαι
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
ορκίζω
όρκιση
όρκος
ορκωμοσία
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ορκίζομαι
αγγλικά
:
swear
(en)
γαλλικά
:
jurer
(fr)
,
serment
(fr)
γερμανικά
:
schwören
(de)
εσπεράντο
:
ĵuri
(eo)