Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛʁ.mɑ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
serment serments

serment (fr) αρσενικό

  1. ο όρκος
    prêter serment - ορκίζομαι
  2. η θερμή υπόσχεση
    faire le serment de - υπόσχομαι να κάνω κάτι, λαμβάνω την ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία