Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορκίζω < αρχαία ελληνική ὁρκίζω < ὅρκος

  Ρήμα επεξεργασία

ορκίζω (παθητική φωνή: ορκίζομαι

  1. παρευρίσκομαι στη διαδικασία / τελετή ορκωμοσίας κάποιου, εκφωνώ τον όρκο ή επιτηρώ τη διαδικασία
  2. προτρέπω κάποιον ή τον αναγκάζω να ορκιστεί, να πάρει όρκο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία