Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρίζω < αρχαία ελληνική ὑβρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

βρίζω , πρτ.: έβριζα, στ.μέλλ.: θα βρίσω, αόρ.: έβρισα, παθ.φωνή: βρίζομαι

  1. (μεταβατικό) εκτοξεύω εναντίον κάποιου βρισιές, λέξεις ή φράσεις επιθετικές, προσβλητικές, χυδαίες ή ασεβείς προς τα θεία
  2. (αμετάβατο) χρησιμοποιώ στο λόγο μου υβριστικές εκφράσεις

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία