υβριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υβριστής | οι | υβριστές |
γενική | του | υβριστή | των | υβριστών |
αιτιατική | τον | υβριστή | τους | υβριστές |
κλητική | υβριστή | υβριστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υβριστής < αρχαία ελληνική ὑβριστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
υβριστής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υβριστής
|