Δείτε επίσης: ὑβρίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υβρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑβρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈvɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐βρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

υβρίζω, αόρ.: ύβρισα, παθ.φωνή: υβρίζομαι, π.αόρ.: υβρίσθηκα, μτχ.π.π.: υβρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ύβρις

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία